- σκαλοπόδαρο
- το стр. тетива
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκαλοπόδαρο — το, Ν η κάθετη δοκός πάνω στην οποία στηρίζονται τα σκαλοπάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + ποδάρι] … Dictionary of Greek
σκαλοπόδαρο — το το καθένα από τα δύο κάθετα δοκάρια στα οποία στηρίζονται οι βαθμίδες μιας φορητής σκάλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)