σκαλοπόδαρο

σκαλοπόδαρο
το стр. тетива

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σκαλοπόδαρο" в других словарях:

  • σκαλοπόδαρο — το, Ν η κάθετη δοκός πάνω στην οποία στηρίζονται τα σκαλοπάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + ποδάρι] …   Dictionary of Greek

  • σκαλοπόδαρο — το το καθένα από τα δύο κάθετα δοκάρια στα οποία στηρίζονται οι βαθμίδες μιας φορητής σκάλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»